- νεκρακαδήμεια
- νεκρ-ᾰκᾰδήμεια, ἡ,A school of the dead, Luc.VH2.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεκρακαδήμεια — και νεκρακαδημία, ἡ (Α) η σχολή τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ἀκαδήμεια] … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek